Διασχίζω μιὰ πλατεία μὲ περιστέρια
Βλέπω μιὰ νεκροφόρο
Φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ πενθοῦν
«Ποιὸς πέθανε;» ῥωτῶ
«Ἐσύ»
«Ἐγώ;!»
«Ἦταν γραφτό σου»
Ἆρον ἆρον μὲ βάζουν ἐπικεφαλῆς καὶ ἡ κηδεία μου ξεκινᾶ.
Εἶμ’ ἕνα ὄνειρο ποὺ παρασύρει ὁ ἄνεμος
Αἴφνης ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι ‘γραφτό μου’ εἶναι τὸ
ποίημα τοῦτο.
Τὰ μάγια τοῦ μυαλοῦ μου λύνονται
Ξεσπῶ σὲ γέλια
Φρρρ! πετοῦν μακριὰ τρομαγμένες οἱ λέξεις,
ἀφήνοντας τὴ σελίδα κατάλευκη.
ΔΕΚΑ
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΣΑΠΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ