Φορῶντας ἀλλόκοτα κοστούμια,
προχωροῦμε στὰ χιόνια,
τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἄνεμο,
ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
πλανόδιος θίασος.
«Ποῦ πᾶμε;» ρωτῶ
«Μὰ φυσικὰ στὸν θάνατο
Δὲν τὸ γνωρίζατε;!»
Διασχίζομε μιὰν ἀπέραντη νεκρόπολη
Εἴμαστε οἱ τελευταῖοι τῶν ἀνθρώπων
Φαιοί,
ἄλαλοι,
μετακόσμιοι,
κηδεύομε τοὺς ἑαυτούς μας.
Τώρα βιαζόμαστε
Τρέχουμε ὁμαδὸν ἀσθμαίνοντας
Αἴφνης,
πὰφ-πὰφ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἐξαφανιζόμαστε,
ἀπομένοντας στὸ χιόνι τ’ ἀλλόκοτα κοστούμια,
καὶ τὰ καπέλα μας ποὺ παρασύρει ὁ ἄνεμος.