«Θὰ γίνω δική σας ἄν βρεῖτε,
τί εἶναι τὰ πράγματα χωρὶς
τὶς μορφές τους.»
Δειπνῶ μὲ μιὰ γυμνὴ γκέισα σ’ ἕνα ἑστιατόριο τοῦ Τόκιο
Ἡ ἀπρόσιτη γυναίκα χαμογελᾶ καί,
κλὰπ-κλὰπ κτυπᾶ δυνατὰ τὶς παλάμες της
Τσιρίζοντας οἱ μαῦρες μορφές φεύγουν ἀπ’ τὰ παράθυρα,
ἀφήνοντας πίσω τους αἱματόεντα πράγματα
Σὲ λίγο ἐπιστρέφουν,
καὶ βοὺπ-βοὺπ καλύπτουν τὰ πράγματα πάλι.
Τὴν συνοδεύω σπίτι της
Φορᾶ τὸ σακάκι, τὸ καπέλο μου
Ἀπ’ τὰ ὡραῖα δάκτυλα τῶν ποδιῶν της,
δέκα χρυσὲς ἀκτῖνες,
φωτίζουν τὸν χιονισμένο δρόμο.