Ἀνοίγω τὸ στόμα κι ἀντὶ φωνῆς,
βγαίνει τζιτζίκισμα!
Ἐμβρόντητος ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι τὰ πάντα ἔχουν εἰπωθῆ,
ὅτι ἡ πρώτη ὕλη τοῦ κόσμου –ἡ γλῶσσα,
εἶναι νεκρή.
Εἴμαστε ὅλοι οἱ ποιητές φοβισμένοι,
κλεισμένοι στὸ ὑπερῷον,
κι ἀφουγκραζόμαστε τοὺς τριγμοὺς
τοῦ κόσμου.
Αἴφνης ἡ πόρτα ἀνοίγει μὲ πάταγο,
κι ἕνα ὁλόγυμνο κορίτσι εἰσβάλλει
Ἔχει γιὰ στήθη δυὸ περιστέρια ζωντανὰ
«Εἶμαι ἡ Ποίηση» δηλώνει εὐθαρσῶς
»Σᾶς φέρνω τὶς καινούριες λέξεις»
Κι ἀπ’ τὸ ξανθὸ αἰδοῖο της,
φρρρ! πουλιὰ ἐλευθερώνει...