Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Τό σπίτι τῶν νεκρῶν ἐραστῶν



Βαδίζω σὲ μιὰ χιονισμένη κοιλάδα
Καὶ ξαφνικὰ ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι τ’ ἀποτυπώματά μου εἶναι μπροστά,
ὅτι τὸ μέλλον μου εἶναι προδιαγεγραμμένο.

Τὰ ἴχνη μου ὁδηγοῦν σ’ ἕνα μοναχικὸ σπίτι
Μπαίνω καὶ φρρ..! σμήνη πεταλούδων ἀφίπτανται
Στὸ δάπεδο γυμνό,
ἕνα δεκάχρονο κορίτσι σπαρταρᾶ ἀπὸ ἡδονὴ
Στὰ χείλη, στὶς θηλές, στὴν κλειτορίδα της,
συνωθοῦνται χρυσαλλίδες
Ἀπὸ πόθο τρέμουν τὰ φτερά τους.

Ἀπ’ τὸ παράθυρο βλέπω τὶς νιφάδες,
ποὺ λιώνουν πάνω ἀπ’τὴ φλεγόμενη πόλη
«Δὲν εἶσαι ’σὺ ποὺ κοιτάζεις τὸν κόσμο,» λέει τὸ κορίτσι
»εἶναι ὁ κόσμος ποὺ ἀντικρίζει τὸν ἑαυτό του»
Καὶ μὲ κυκλώνουν οἱ ψυχὲς μὲ τὰ πτερὰ-λεπίδες,
καὶ μοῦ κατασχίζουν τὰ μάτια. 



Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Κοσμικό Βάλς

Μισοκοιμᾶμαι στὴν πολυθρόνα
Καίει τὸ τζάκι
Χουρχουρίζει ὁ γάτος
Ἀνεβοκατεβαίνει τὸ πελώριο φυσερὸ τοῦ σύμπαντος.

Ἔξω στὸ χιόνι τριγυρνᾶ ἕνα ἀπόκοσμο,
Ἀγκαλιάζει τὸ σπίτι
Κοιτάζει ἀπὸ τοὺς φεγγίτες κλαυθμυρίζει
«Εἶμ’ ὁ Θεὸς
Ἄφησέ με νὰ μπῶ νὰ ζεσταθῶ»
Παραγεμισμένο μὲ χιλιάδες χνοώδεις ψυχές,
πλανᾶται αἰώνια,
χωρὶς ζωή,
χωρὶς θάνατο

Ὁ γάτος,
ὁ Θεός,
ἐγὼ στὴν πολυθρόνα,
ὅλοι στροβιλιζόμαστε,
σ’ ἕνα μεθυστικὸ βὰλς στὸ ἀστρικὸ διάστημα.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Χέρια Πάνω ἀπό τήν Πόλη


Γιγάντεια χέρια,
κρέμονται ἀπειλητικὰ ἐπάνω ἀπὸ τὴν πόλη
Τὰ κοιτάζουμε κατάπληκτοι
Δίπλα μου ἕνα κορίτσι ψιθυρίζει:
«Εἶναι τὰ χέρια μας ποὺ στοίχειωσαν,
γιατὶ δὲν ἀγκαλιάζουν πιά.»

Τὰ χέρια ἐφορμοῦν ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
Τὸ πλῆθος οὐρλιάζοντας σκορπίζει πανικόβλητο
Ἀντίχειρες συνθλίβουν τοὺς ἀνθρώπους στὰ πεζοδρόμια
Γροθιές συντρίβουν πολυκατοικίες.

«Γρήγορα» λέω στὸ κορίτσι, »μάθε με ν’ ἀγκαλιάζω»
Μοῦ πιάνει τὰ χέρια, τὰ σφίγγει γύρω ἀπ’ τὴ λεπτή της μέση
Ὡς διὰ μαγείας,
στὸν οὐρανὸ τὰ χέρια γίνονται μαῦρα νέφη
Ἐνῷ βρέχει χορεύουμε ἕνα παλιὸ βιεννέζικο βάλς.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Ἐκτός ἑαυτοῦ


Τὸ σῶμα μου ἐξοργίζεται τόσο,
ποὺ ξαφνικὰ ἀποσπᾶται ἀπ’ τὸ χῶρο,
ἀποκαλύπτοντας μιὰ χαίνουσα ἄβυσσο,
–ἕνα φωτεινὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ περίγραμμά του.

Τρόμος ἁπλώνεται στὴν πόλη
Ἡ ὀπὴ ἀναρροφᾶ τόν κόσμο
Ἡ ἀνυπαρξία φουσκώνει τὶς κοιλιές καὶ σκάει
Συναντῶ τὸ Νίκο καὶ καταφεύγουμε στὸ μετρὸ
Στὶς ἀποβάθρες ἑκατοντάδες ἄνθρωποι κοιμῶνται
Ἀνάμεσά μας ξαπλώνει ἡ ὑπουργὸς τάξεως
«Ἡ ἄβυσσος ποὺ ἀντίκρισες, εἶναι ὁ ἑαυτός σου,»
ψιθυρίζει τρίβοντας τὸ πέος μου στὸ μουνί της
Ὁ Νίκος πίσω της τὴ γαμεῖ σιωπηλά.

Τὸ σῶμα μου φωλιάζει στὴ ῥωγμή του
Ἀπὸ μέσα του βγαίνουν οἱ φλέβες κι ἐπεκτείνονται
Κατέρυθρες πάλλονται στὴ νύκτα
Τὸν σφυγμό τους ἀφουγκράζονται οἱ λέξεις κι οὐρλιάζουν. 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Ξυπνῶ Ἕνα Πρωί

Ξυπνῶ ἕνα πρωί,
καὶ δὲν βρίσκω κανέναν στὸ σπίτι
Ἀνήσυχος βγαίνω στὸ δρόμο
Τὰ κτήρια εἶναι ἐρειπωμένα
Οἱ πολυσύχναστες πλατεῖες χορταριασμένες
Βρέχει διαρκῶς.

Βρίσκομαι σ’ ἕναν καθεδρικὸ ναὸ
Ἀπὸ τοὺς θόλους τρέχουν νερὰ
Στὶς ἁγιογραφίες σχηματίζονται ρυάκια
Σιωπηλὴ θρηνῳδία
Ὅ,τι ἔζησαν,
αἰσθάνθηκαν,
δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι,
ἐξαφανίζεται τώρα.

Πρόσφατα μετακόμισα στὴν βιβλιοθήκη
Τὶς νύχτες ἀνάβω μεγάλες φωτιὲς μὲ βιβλία

Οὐρλιάζω.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Γυμνή Γκέισα



«Θὰ γίνω δική σας ἄν βρεῖτε,
τί εἶναι τὰ πράγματα χωρὶς τὶς μορφές τους.»

Δειπνῶ μὲ μιὰ γυμνὴ γκέισα σ’ ἕνα ἑστιατόριο τοῦ Τόκιο
Ἡ ἀπρόσιτη γυναίκα χαμογελᾶ καί,
κλὰπ-κλὰπ κτυπᾶ δυνατὰ τὶς παλάμες της
Τσιρίζοντας οἱ μαῦρες μορφές φεύγουν ἀπ’ τὰ παράθυρα,
ἀφήνοντας πίσω τους αἱματόεντα πράγματα
Σὲ λίγο ἐπιστρέφουν,
καὶ βοὺπ-βοὺπ καλύπτουν τὰ πράγματα πάλι.

Τὴν συνοδεύω σπίτι της
Φορᾶ τὸ σακάκι, τὸ καπέλο μου
Ἀπ’ τὰ ὡραῖα δάκτυλα τῶν ποδιῶν της,
δέκα χρυσὲς ἀκτῖνες,
φωτίζουν τὸν χιονισμένο δρόμο.

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

The Coming Insurrection



Στοὺς δρόμους μαινόμενες ἀνθρώπινες μορφὲς
Βαθιὰ στὸ χῶμα παλεύουν τῶν νεκρῶν τὰ πτώματα
Κτύποι ἀκούγονται, στήνουν ἀγχόνες στὰ Ἐξάρχεια
Μιὰ γιγάντεια χελώνα,
φράσσει μὲ τὸν ὄγκο της τὴν ὁδὸ Στουρνάρη.

Βρίσκω τὸ σῶμα μου σ’ ἕνα ἐρειπωμένο κτίριο
Μπροστά του μιὰ ἔνστολος γονατιστή,
τοῦ φιλεῖ τὴ βάλανο ψιθυρίζοντας:
«Μορφές, εἶναι τὰ πέπλα τοῦ κενοῦ ποὺ ἀνεμίζουν
Κι οἱ λέξεις, κρύβουν καὶ φανερώνουν τὴ σιγὴ»
Τὸ σῶμα μου αἴφνης διαρρηγνύεται
Ἀπ’ τὶς ῥωγμὲς πυρακτωμένη λάβα ῥέει.

Ξημερώνει· πὰν’ ἀπ’ τὴν πόλη κρέμονται,
–ἀπὸ κανναβόσχοινα δεμένα στὰ σύννεφα,
τὰ πτώματα ἀπαγχονισμένων τραπεζιτῶν
Ἡ αὔρα τ’ ἀπομακρύνει ἀργὰ πρὸς τὴ θάλασσα.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Πλανόδιος Θίασος




Φορῶντας ἀλλόκοτα κοστούμια,
προχωροῦμε στὰ χιόνια,
τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἄνεμο,
ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
πλανόδιος θίασος.

«Ποῦ πᾶμε;» ρωτῶ
«Μὰ φυσικὰ στὸν θάνατο
Δὲν τὸ γνωρίζατε;!»
Διασχίζομε μιὰν ἀπέραντη νεκρόπολη
Εἴμαστε οἱ τελευταῖοι τῶν ἀνθρώπων
Φαιοί,
ἄλαλοι,
μετακόσμιοι,
κηδεύομε τοὺς ἑαυτούς μας.

Τώρα βιαζόμαστε
Τρέχουμε ὁμαδὸν ἀσθμαίνοντας
Αἴφνης,
πὰφ-πὰφ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἐξαφανιζόμαστε,
ἀπομένοντας στὸ χιόνι τ’ ἀλλόκοτα κοστούμια,
καὶ τὰ καπέλα μας ποὺ παρασύρει ὁ ἄνεμος.

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Οἱ Καινούριες Λέξεις


Ἀνοίγω τὸ στόμα κι ἀντὶ φωνῆς,
βγαίνει τζιτζίκισμα!
Ἐμβρόντητος ἀντιλαμβάνομαι,
ὅτι τὰ πάντα ἔχουν εἰπωθῆ,
ὅτι ἡ πρώτη ὕλη τοῦ κόσμου –ἡ γλῶσσα,
εἶναι νεκρή.

Εἴμαστε ὅλοι οἱ ποιητές φοβισμένοι,
κλεισμένοι στὸ ὑπερῷον,
κι ἀφουγκραζόμαστε τοὺς τριγμοὺς τοῦ κόσμου.

Αἴφνης ἡ πόρτα ἀνοίγει μὲ πάταγο,
κι ἕνα ὁλόγυμνο κορίτσι εἰσβάλλει
Ἔχει γιὰ στήθη δυὸ περιστέρια ζωντανὰ
«Εἶμαι ἡ Ποίηση» δηλώνει εὐθαρσῶς
»Σᾶς φέρνω τὶς καινούριες λέξεις»
Κι ἀπ’ τὸ ξανθὸ αἰδοῖο της,
φρρρ! πουλιὰ ἐλευθερώνει...