Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Τίς νύκτες βγάζει τό δέρμα της


Ὑπάρχει κάποια γυναίκα,
ποὺ βγάζει τὸ δέρμα της ὅπως βγάζομε τὸ pull-over
Μέσα εἶναι διαυγής αἰθέρας.

Τὶς νύκτες εἰσδύει στὸ σῶμα μου ποὺ κοιμᾶται
Μαθαίνει τὰ μυστικά του, γίνεται ὄνειρο
Καθὼς τὸ ἄρωμά της διαχέεται στὰ μέλη μου,
συσπᾶται ὁ φαλλὸς καὶ ἀναβλύζει σπέρμα.

Διασχίζει τὶς ἀλέες διαθλῶντας τὸ σεληνόφως
Εἰσχωρεῖ στὸ ὑπνοδωμάτιο ἑνὸς τραπεζίτου
Πάχνη καλύπτει τοὺς καθρέπτες
Τὰ βλέφαρα καὶ τοὺς κροτάφους του
Τὴν αὐγὴ οἱ φρουροί του τὸν βρίσκουν νεκρό.

Στὸ καφὲ Φλοράλ· τὴν ἀναγνωρίζω ἀπ’ τ’ ἄρωμα
«Ὑπάρχεις ἤ σὲ φαντάζομαι;» τὴν ῥωτῶ
«Ποτὲ δὲν θὰ μάθῃς τί εἶναι ἔξω ἀπ’ τὸ δέρμα σου,
ἄν δὲν βγῇς ἀπ’ αὐτὸ» ἀπαντᾶ.

Αἴθουσα Ἀναμονῆς


Βρίσκομαι σὲ μιὰν αἴθουσα ἀναμονῆς
Ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα φαίνεται ἡ τρικυμισμένη θάλασσα
Ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπαγορευτικὸ ἀπόπλου
Ὁ ἔξοδος στὴν ἀνοικτὴ θάλασσα διαρκῶς ἀναβάλλεται.

Ρωτῶ τί ὥρα εἶναι
Ἔκπληκτοι οἱ ταξιδιῶτες διαπιστώνουν,
ὅτι ἀπὸ τὰ ρολόγια τους λείπουν οἱ δεῖκτες
Ἀναστατώνονται
Καθένας εἰκάζει
Πιθανολογεῖ           
Εἶναι τῆς γνώμης.

Σηκώνονται κι ἀρχίζουν νὰ βηματίζουν τεθλασμένα
Ἑπτὰ παρελαύνουν
Ἕνας ἐκτελεῖ βῆμα σημειωτόν.
Ἐξαντλημένοι κάθονται ἐπιτέλους στοὺς καναπέδες
Ἀναπολοῦν γεγονότα ποὺ δὲν συνέβησαν,
ἔχουν ἀπαντήσεις,
σὲ ἀνύπαρκτα ἐρωτήματα
Κάποιος θρηνολογεῖ,
σὲ μιὰ γλῶσσα νεκρὴ μὲ ἀλλοιωμένη φωνή.

Περνοῦν μέρες, αἰῶνες –δὲν ξέρω
Ἡ θάλασσα πλησιάζει
Καθὼς τρίβω τὸν δείκτη μὲ τὸν ἀντίχειρα,
ἕνας μικρὸς κῶνος ἄμμου,
σχηματίζεται πάνω στὸ μάρμαρο τοῦ τραπεζιοῦ
Ἡ θάλασσα τότε πλημμυρίζει τὴν αἴθουσα καὶ μᾶς πνίγει.

Amnesia


Περπατῶ στὴ βροχὴ
Δὲν ἐνθυμοῦμαι ποιὸς εἶμαι,
ἄν εἶμαι
Τὰ νερὰ ῥέοντας στ’ αὐλάκια τοῦ μυαλοῦ μου,
παρασύρουν τὶς ἀναμνήσεις μου
Ὁ δρόμος πίσω μου ἐξαφανίζεται
Κτίρια καὶ ἄνθρωποι σβήνουν
«Θυμήσου μας, χανόμαστε,» ἐκλιπαροῦν ἀδύναμα
Ἐμφανίζεται τότε ἡ μάνα μου
Χλαάτς! μὲ χαστουκίζει μ’ ὅλη της τὴ δύναμη
«Θυμίσου ἀνόητε ποιός εἶσαι!»

Πέφτει μιὰ μαλακή ζεστὴ βροχή…
Εἶμαι σὲ στάση ἐμβρύου μέσα σὲ κάθε σταγόνα
Εἶμαι αὐτὸ ποὺ ἐμφανίζεται σὰν μνήμη
Αὐτὸ ποὺ μένει,
ὅταν ἡ λήθη ἀφανίζει τὸν κόσμο.

Παράνοια



Καθένας σχίζει ἕνα κομμάτι ὁρίζοντα,
καὶ ῥάβει μόνος του τὸ στενό του κοστούμι
Ὁ οὐρανὸς ἔχει κατέβει τόσο χαμηλά,
ποὺ δὲν χωροῦμε πλέον ὄρθιοι· βαδίζομε σκυφτοὶ
Στόματα ἀνοίγουν ξαφνικὰ στὴν ἄσφαλτο,
ἐλευθερώνοντας θαμμένες κραυγές,
καὶ ξανακλείνουν.

Ὁ πρωθυπουργὸς κηρύσσει τὴ χώρα,
σὲ κατάσταση ἀπόλυτης παράνοιας
«Χαρίστε μου μιὰ σάρπα ἀπὸ ἄνεμο,» ἐκλιπαρεῖ
Ἕνας τραπεζίτης τοῦ γλείφει τὸν βολβὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ
Ἕνας γδαρμένος λαγὸς περνᾶ μὲ ἅλματα.

Μέσ’ τὸ κρανίο μου, ἰκριώματα
Μικροσκοπικοὶ τεχνίτες,
οἰκοδομοῦν ἕναν κόσμο χωρὶς ἐξουσίες
Ὁ παλιὸς χάνεται μ’ ἕναν βορβορυγμό,
στὶς δῖνες τῶν ματιῶν μου.

Αἴφνης

Μιὰ δυνατὴ ῥιπὴ ἀνέμου ξαφνικά,
μοῦ ἀναστρέφει τὴν ὀμπρέλα
Στὴν ἀγορά,
στοὺς δρόμους στὶς πλατεῖες,
μέσα στὰ κτήρια παντοῦ,
οἱ ἄνθρωποι ἀκινητοποιοῦνται,
ὅπου καὶ ὅπως βρέθηκαν.

Ἀπόλυτος σιγὴ
Τοὺς περιεργάζομαι,
τοὺς ἀγγίζω
Καμμιὰ ἀντίδραση
Ἀφαιρῶ ἐνδύματα, ἀποσπῶ προσωπεῖα
Τίποτε μέσα
Μόνο λίγος θυμὸς ποὺ τὸν σκορπίζει ὁ ἄνεμος.

Στὸ δωμάτιό μου μπροστὰ στὸν καθρέφτη:
Καθὼς βγάζω τὰ γάντια,
φσστ! ὀξὺς ἀτμός διαχέεται.

Αὐγούστου Νύχτα


Μαγεμένος παρακολουθῶ,
μία μικρὴ ἀράχνη στὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς
Συνδέει μὲ ἀσημένιες ἴνες τ’ ἄστρα,
τὰ σταφύλια,
τὶς θηλὲς τοῦ κοριτσιοῦ μου ποὺ κοιμᾶται γυμνό.

«Εἶμαι ἡ συνείδησή σου» ψιθυρίζει τὸ ἔντομο
«Ὑφαίνω τὶς μορφές, συλλαμβάνω τὰ ὄντα»
Φφφ! μιὰ πνοή,
κόβει τὸν ἱστό, λύνει τὰ μάγια
Δὲν εἶμαι τὸ σῶμα, ἡ συνείδηση..,
εἶμαι ἡ ἀπόκοσμη πνοὴ ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο
Ἡ σιωπὴ ποὺ βοᾶ μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις.

Αὐγούστου νύχτα
Χιλιάδες ἄνθρωποι κρέμονται στὸν οὐρανὸ
Μὲ τὰ χείλη κολλημένα στ’ ἄστρα,
θηλάζουν φῶς.

Οἱ τελευταῖες ἡμέρες



Σ’αὐτὴ τὴν πόλη ποτὲ δὲν βρέχει
Ἕνα ἄλογο ὠρθωμένο στὰ πίσω του πόδια,
τρώγει τὰ σύννεφα.

Μ’ ἕναν παρατεταμένο πόρδο ὁ πρωθυπουργός,
διαγράφει στοὺς αἰθέρες ἀνεξέλεγκτη πτήση
Τὸ συρρικνωμένο δέρμα πέφτει στὰ Ἐξάρχεια
Κόρακες βγαίνουν μέσα ἀπ’τοὺς ἀνθρώπους.

Χορεύω μὲ δυὸ φίλες σουὶγκ στὸ Φλορὰλ
Τ’ ἄστρα βλέπουν τὴν ἴδια τους τὴν λάμψη ἀπ’ τὰ μάτια μας
Καταλήγουμε στὸ παγερό τους δωμάτιο
Εἴμαστε καυλωμένοι· τὰ μουνιά τους ἀχνίζουν
Τὰ σώματα δὲν ἀντέχουν τὴν παγωνιὰ τῆς ὕπαρξης
Πλέκουν γύρω τους τὸ κουκούλι τοῦ κόσμου,
κι αὐτοπαγιδεύνται.

Κάτω στὸ δρόμο τὰκ-τάκ,
ἕνας τυφλὸς μὲ τὸ ῥαβδὶ ξυπνᾶ,
τοὺς θαμμένους κάτ’ ἀπ’ τὰ πεζοδρόμια ποιητὲς
Ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἀνασηκώνουν τὶς πλάκες καὶ βγαίνουν.

Ὁ Ἠθοποιός


Στέκω στὴ σκηνὴ κάποιου θεάτρου
Κάτωχρος
Ἱδρωμένος
Ἔχω ξεχάσει τὰ λόγια μου.

Δὲν θυμᾶμαι κἄν,
ποιὸ πρόσωπο ὑποδύομαι, σὲ ποιὸ ἔργο
Ἀναρωτιέμαι πῶς βρέθηκα ἐδῶ
Ἄν εἶμαι ἠθοποιὸς
Πῶς ἦταν ἡ προηγούμενη ζωή μου
Εἶμαι μιὰ φάρσα συμπεραίνω.

Καθὼς συνηθίζω στὸ φῶς τοῦ προβολέα,
διαπιστώνω ὅτι τὰ καθίσματα εἶναι ἄδεια
Δὲν ὑπάρχει κοινὸ
Στέκομαι ὑπομονετικὰ
Τὸ δρᾶμα συντελεῖται στὸ κεφάλι μου.

Τό Καρφί



Κοιτάζω ἕνα σκουριασμένο καρφί,
στὸ ταβάνι τοῦ δωματίου μου
Ἀναρωτιέμαι σὲ τί χρησιμεύει
Τὸ τραβῶ καὶ φσσς..,
οἱ τοῖχοι, τὰ ἔπιπλα ξεφουσκώνουν!
Πετάγομαι στὸν δρόμο φωνάζοντας:
«Συμφορά, συμφορά!
Μᾶς διαφεύγει ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων.»

Κτίρια καὶ ἄνθρωποι ζαρώνουμε
Ὁ οὐρανὸς συστέλλεται ῥαγδαῖα
Ὁ κόσμος μας γίνεται κόκκος σκόνης.

Ἕνα γυμνὸ κορίτσι ξαπλωμένο στο πάτωμα,
παίζει μὲ τὰ χρυσαφένια μόρια τῆς σκόνης,
ποὺ αἰωροῦνται μέσα σὲ μιὰ ἡλιαχτίδα
Ἐκπνέοντας ἁπαλά,
ἄλλα φέρει στὸ φῶς,
καὶ ἄλλα ῥίχνει στὴ σκιά.